κυρηναίος

κυρηναίος
-αία, -ο (Α κυρηναῑος, -α, -ον) [Κυρήνη]
1. εκείνος που ανήκει στην αρχαία ελληνική πόλη τής βόρειας Αφρικής Κυρήνη ή προέρχεται από αυτήν
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυρηναίος, η Κυρηναία
ο κάτοικος τής Κυρήνης ή αυτός που κατάγεται από την Κυρήνη («ἐπ' ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀπώρη ἐπέχει», Ηρόδ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η χώρα που ανήκει στην Κυρήνη ή στους Κυρηναίους («προσχωροῡντες ἐπὶ πλέον τῇ Κυρηναίᾳ», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κυρηναῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερατοσθένης ο Κυρηναίος — (Κυρήνη 276 π.Χ. – Αλεξάνδρεια 196; π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος, φιλόλογος, φιλόσοφος και ποιητής. Πνεύμα εξαιρετικά πολυμερές, μαθητής μεταξύ άλλων του Λυσανία του Κυρηναίου στην Ελλάδα, πήγε το 235 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια – όπου τον …   Dictionary of Greek

  • Κυρηναῖον — Κυρηναῖος masc acc sg Κυρηναῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναίων — Κυρηναῖος fem gen pl Κυρηναῖος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρήναιον — Κυρηναῖος masc acc sg Κυρηναῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναῖαι — Κυρηναῖος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναῖοι — Κυρηναῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναίη — Κυρηναῖος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναίοις — Κυρηναῖος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυρηναίοισι — Κυρηναῖος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”