- κυρηναίος
- -αία, -ο (Α κυρηναῑος, -α, -ον) [Κυρήνη]1. εκείνος που ανήκει στην αρχαία ελληνική πόλη τής βόρειας Αφρικής Κυρήνη ή προέρχεται από αυτήν2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυρηναίος, η Κυρηναίαο κάτοικος τής Κυρήνης ή αυτός που κατάγεται από την Κυρήνη («ἐπ' ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀπώρη ἐπέχει», Ηρόδ.)3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η χώρα που ανήκει στην Κυρήνη ή στους Κυρηναίους («προσχωροῡντες ἐπὶ πλέον τῇ Κυρηναίᾳ», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.